γαιήια

γαιήια
γαιήϊα , Γαιήιος
sprung from Gaia
neut nom/voc/acc pl
γαιήιος
sprung from Gaia
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γαιήια — Γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιήιος — γαιήιος. η, ον (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε απ τη γη 2. ο γήινος («βίου βροτέου γαιήια δεσμά·» τα γήινα δεσμά της ανθρώπινης ζωής) 3. (κύρ. όν.) Γαιήιος ή Γαίειος επίκληση του Ποσειδώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαία (κατά τα επίθετα σε ήιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”